- συγκαμπή
- συγ-καμπή, ἡ,A bight, joint, of the elbow joints, Hp.Nat.Hom.11 (pl.); αὐχὴν λαγαρὸς τὰ κατὰ τὴν ς. X.Eq.1.8; αἱ ς., of the fingers, Arist.HA513a3; αἱ τῶν ἄρθρων ς. Poll.2.234.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαμπή — bight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπή — ἡ, Α [συγκάμπτω] 1. σύγκαμψις* 2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
συγκαμπαί — συγκαμπή bight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπήν — συγκαμπή bight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)